- απανθρωπία
- απανθρωπία, η και απανθρωπιά, ησκληρότητα, ασπλαχνιά: Την απανθρωπιά του την έδειξε τον καιρό της πείνας στην Κατοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απανθρωπιά — η (Α ἀπανθρωπιά) νεοελλ. έλλειψη αγαθών ανθρώπινων συναισθημάτων, σκληρότητα, αγριότητα ||| αρχ. 1. αντιπάθεια, αποστροφή για τους ανθρώπους 2. αποφυγή συναναστροφής, έλλειψη κοινωνικότητας … Dictionary of Greek
безчеловѣчиѥ — БЕЗЧЕЛОВѢЧИ|Ѥ (13), ˫А с. Бесчеловечность: се бо и навъходоносоръ всѩкъ ѡбразъ злобы бечл҃вчи˫а же и нечьстиѩ створивъ. (ἀπανϑρωπίας) КР 1284, 213г; видѣниѥ мл(с)тноѥ бѣ. смыслъ же безоуми˫а. и безъчл҃вчи˫а. ПНЧ 1296, 104; ни буди жестокъ судии … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αθεοφοβία — η [αθεόφοβος] έλλειψη φόβου προς τον θεό, ασυνειδησία, απανθρωπιά … Dictionary of Greek
αιμοβορία — και μοβορία, η το να είναι κανείς αιμοβόρος, θηριωδία, σκληρότητα, απανθρωπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιμοβόρος η λ. πλάστηκε από τον ιστορικό Αμβρόσιο Φραντζή] … Dictionary of Greek
αιμοδιψία — η [αιμόδιψος] δίψα για αίμα, αγριότητα, απανθρωπιά, αιμοβορία … Dictionary of Greek
ασπλαχνιά — η (AM ἀσπλαγχνία) [άσπλα(γ)χνος] η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά … Dictionary of Greek
θηριωδία — η (ΑΜ θηριωδία) [θηριώδης] σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία … Dictionary of Greek
ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek
κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek